διαγίνομαι

διαγίνομαι
+ V 0-0-0-0-1=1 2 Mc 11,26
to go through life, to live

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • διαγίγνομαι — και διαγίνομαι (Α) 1. διέρχομαι, περνώ 2. ζω 3. επιζώ 4. παρεμπίπτω, παρέρχομαι, φθάνω σε κάποια ηλικία και μάλιστα προχωρημένη 5. (με επίρρ.) συμβαίνω κατά κάποιο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”